πλησιοκρινία

πλησιοκρινία
η, Ν
φυσιολ. τρόπος εσωτερικής έκκρισης, κατά τον οποίο τα προϊόντα τής έκκρισης, οι πλησιορμόνες, παραμένουν κοντά στο όργανο που τίς εκκρίνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”